χαρακτηριστικός

χαρακτηριστικός
-ή, -ό / χαρακτηριστικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [χαρακτηρίζω]
1. αυτός που χρησιμεύει ως διακριτικό γνώρισμα προσώπου ή πράγματος, προσδιοριστικός
2. το ουδ. ως ουσ. το χαρακτηριστικό(ν)
α) διακριτικό γνώρισμα
β) ναυτ. διακριτικό σήμα σκάφους, φάρου ή άλλου σημείου
νεοελλ.
1. το θηλ. ως ουσ. η χαρακτηριστική
(φυσ.-τεχνολ.) καμπύλη ή σμήνος καμπυλών, προϊόν θεωρητικού υπολογισμού ή εμπειρικού προσδιορισμού, που αποδίδει την συνάρτηση ενός μεγέθους κάποιου συστήματος προς ένα άλλο μέγεθος
2. το ουδ. ως ουσ. βιολ. το διακριτικό γνώρισμα, συχνά και ως συνώνυμο τού χαρακτήρα, αν και αναφέρεται κυρίως στην διακριτική κατάσταση ή έκφραση τού χαρακτήρα αυτού
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα χαρακτηριστικά- τα εξωτερικά γνωρίσματα ενός ατόμου, όπως είναι λ.χ. το χρώμα τών ματιών ή τών μαλλιών, η έκφραση τού προσώπου κ.ά.
4. φρ. «χαρακτηριστική ομάδα»
(χημ) χημική ρίζα ή χημική δομή με χαρακτηριστικές ιδιότητες, όπως είναι λ.χ. το υδροξύλιο.
επίρρ...
χαρακτηριστικώς / χαρακτηριστικῶς, ΝΜ, και χαρακτηριστικά Ν
με χαρακτηριστικό τρόπο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χαρακτηριστικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που χαρακτηρίζει κάτι ή κάποιον, διακριτικός: Η φλυαρία είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα ορισμένων ανθρώπων. 2. το ουδ. ως ουσ., χαρακτηριστικό διακριτικό γνώρισμα, διακριτικό σημείο: Δε θυμάμαι τα χαρακτηριστικά του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαρακτηριστικά — χαρακτηριστικός characteristic neut nom/voc/acc pl χαρακτηριστικά̱ , χαρακτηριστικός characteristic fem nom/voc/acc dual χαρακτηριστικά̱ , χαρακτηριστικός characteristic fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαρακτηριστικῶν — χαρακτηριστικός characteristic fem gen pl χαρακτηριστικός characteristic masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαρακτηριστικόν — χαρακτηριστικός characteristic masc acc sg χαρακτηριστικός characteristic neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαρακτηριστικώτατον — χαρακτηριστικός characteristic masc acc superl sg χαρακτηριστικός characteristic neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιπποτισμός — Χαρακτηριστικός μεσαιωνικός θεσμός της φεουδαρχικής κοινωνίας. Από τα πρώτα χρόνια της κλασικής αρχαιότητας, η λέξη ιππότες (ιππείς) υποδήλωνε συνήθως τους έφιππους στρατιώτες και τα μέλη μιας ορισμένης κοινωνικής τάξης, επειδή όσοι υπηρετούσαν… …   Dictionary of Greek

  • αδριατική ή δειναρική φυλή — Χαρακτηριστικός τύπος φυλής, που ονομάζεται έτσι γιατί απαντάται προπάντων κατά μήκος των κεντρικών και βόρειων ακτών της Αδριατικής. Τα χαρακτηριστικά της γνωρίσματα είναι: ψηλό ανάστημα, βραχυκεφαλία και ορθογναθισμός (κεφάλι βραχύ και ψηλό),… …   Dictionary of Greek

  • χαρακτηριστικαῖς — χαρακτηριστικός characteristic fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαρακτηριστικαί — χαρακτηριστικός characteristic fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαρακτηριστικοῖς — χαρακτηριστικός characteristic masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”